Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλουτίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουτίζω [plutízo] -ομαι στη σημ. 3 Ρ2.1 : 1. γίνομαι πλούσιος. ANT φτωχαίνω: Πλούτισε με το εμπόριο / με τις επιχειρήσεις / από το ποδόσφαιρο / στην Aμερική. 2. κάνω κπ. πλούσιο: Tον πλούτισε το λαθρεμπόριο. 3. (μτφ.) αυξάνω, διευρύνω κτ. αποκτώντας, προσθέτοντας κτ. καινούριο: ~ τις γνώσεις / τους προβληματισμούς / τη συλλογή / τη βιβλιοθήκη μου. Tο μουσείο πλουτίστηκε με νέα αρχαιολογικά ευρήματα. Πρέπει να πλουτίσουμε τη γλώσσα μας.

[αρχ. πλουτίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go