Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλατσουρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατσουρίζω [platsurízo] & πλατσαρίζω [platsarízo] Ρ2.1α : (οικ.) κινούμαι, τσαλαβουτώ μέσα σε ένα υγρό (ιδ. νερό): Tα μωρά πλατσούριζαν στην άκρη της θάλασσας. Mερικές πάπιες πλατσούριζαν μέσα σε μια λιμνούλα.

[ηχομιμ. πλατς + -ουρίζω, -αρίζω (σύγκρ. νιαουρίζω, γκαρίζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go