Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλαταγίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαταγίζω [platajízo] Ρ2.1α : παράγω αμβλύ ήχο, κρότο, κυρίως με τη σύγκρουση πλατιών επιφανειών και συνήθ. με τη μεσολάβηση αέρα: ~ τα χείλη / τη γλώσσα μου. Tο μαστίγιο πλατάγιζε στον αέρα.

[λόγ. < ελνστ. πλαταγ(ῶ) `προκαλώ ξερό κρότο΄ μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. πλαταγησ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go