Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλαστικοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαστικοποιώ [plastikopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. μετατρέπω με κάποια διαδικασία ένα υλικό άκαμπτο και σκληρό σε εύκαμπτο και μαλακό: ~ το τσιμέντο / το μπετόν. 2. επικαλύπτω μια επιφάνεια (συνήθ. χαρτί, χαρτό νι κτλ.) με πλαστικό φύλλο για λόγους προστασίας ή αισθητικής: Πλαστι κοποιημένη ταυτότητα / άδεια οδήγησης.

[λόγ. πλαστικ(ός) -ο- + -ποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go