Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλακοστρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλακοστρώνω [plakostróno] -ομαι Ρ1 : στρώνω, τοποθετώ κατάλληλα πλάκεςI2 σε μια επιφάνεια, σε ένα δάπεδο: Έφεραν έναν τεχνίτη για να πλακοστρώσει την αυλή. Tο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι είναι πλακοστρωμένο.

[πλακόστρ(ωση) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go