Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιστώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστώνω [pistóno] -ομαι Ρ1 : 1. παρέχω σε κπ. χρήματα ή εμπορεύματα με πίστωση: ~ κπ. με εγγύηση / με υποθήκη. H τράπεζα δεν τον πιστώνει άλλο. || (παθ.) παίρνω κτ. με πίστωση. 2. (λογιστ.) ανοίγω πίστωση, σημειώνω το ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κπ. ANT χρεώνω.

[λόγ. < αρχ. πιστ(ῶ) -ώνω `δίνω διαβεβαίωση, εγγυώμαι΄ σημδ. γαλλ. créditer, faire crédit]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go