Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιστοχρεώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστοχρεώνω [pistoxreóno] -ομαι Ρ1 : (λογιστ.) καταχωρώ κονδύλια πίστωσης ή χρέωσης στα λογιστικά βιβλία.

[λόγ. πιστ(ώ δες στο πιστώνω) -ο- + χρε(ώ δες στο χρεώνω) -ώνω μτφρδ. γαλλ. créditer et débiter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go