Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιστοδοτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστοδοτώ [pistoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : παρέχω, χορηγώ πίστωση, πιστώσεις: Οι γεωργοί πιστοδοτούνται από την Aγροτική Tράπεζα της Ελλάδας.

[λόγ. πίστ(ις) -ο- + -δοτώ απόδ. γαλλ. faire crédit]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go