Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιλοτάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιλοτάρω [pilotáro] -ομαι Ρ6 : 1. είμαι πιλότος, κυβερνώ ένα σκάφος (ιδ. αεροσκάφος). 2. (για πλοία) πλοηγώ.

[ιταλ. pilotar(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go