Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πηλαλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πηλαλώ [pilaló] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) τρέχω γρήγορα, ορμητικά, καλπάζω: Ήρθε / έφυγε πηλαλώντας.

[μσν. πηλαλώ ίσως < αρχ. ἐπήλασα αόρ. του ἐπελαύνω `καλπάζω εναντίον΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go