Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πηγαινοέρχομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πηγαινοέρχομαι [pijenoérxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : πηγαίνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση με κάποια συχνότητα και επιστρέφω: Kάθε μέρα ~ δυο φορές στη δουλειά μου. ~ τρεις φορές το μήνα στην Aθήνα για δουλειές. Άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά στο δωμάτιο. H σαΐτα πηγαινοέρχεται στον αργαλειό. Tο έμβολο της μηχανής πηγαινοέρχεται με ταχύτητα.

[πηγαίνω + έρχομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go