Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετροβολώ [petrovoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : εκτοξεύω πέτρες εναντίον κάποιου, χτυπώ κπ. με πέτρες· λιθοβολώ: Aρπάζοντας μεγάλα λιθάρια, άρχισε να πετροβολάει τους στρατιώτες. Tα παιδιά είχαν σχηματίσει δυο ομάδες και πετροβολούσαν η μία την άλλη.
[ελνστ. πετροβολῶ]



