Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιφρουρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιφρουρώ [perifruró] -ούμαι Ρ10.9 : επιτηρώ και είμαι σε ετοιμότητα για να προστατέψω κτ. (κατάσταση, ενέργεια, προσπάθεια κτλ.) από οποια δήποτε εχθρική ενέργεια, απειλή: Tα κόμματα οφείλουν να περιφρουρούν τη δημοκρατική ομαλότητα / τους δημοκρατικούς θεσμούς / τη νομιμότητα. Οι εργαζόμενοι είναι αποφασιμένοι να περιφρουρήσουν με κάθε μέσο τα κεκτημένα δικαιώματά τους.

[λόγ. < αρχ. περιφρουρῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go