Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περισυλλέγω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περισυλλέγω [perisiléγo] -ομαι Ρ (βλ. συλλέγω) : (λόγ.) α. μαζεύω κτ. (εγκαταλελειμμένο, διασκορπισμένο κτλ.): Περισυνέλεξαν τα συντρίμμια του αεροσκάφους. β. παρέχω προστασία, βοήθεια κτλ. σε πρόσωπο εγκαταλελειμμένο, χαμένο κτλ.: Aλιευτικό σκάφος περισυνέλεξε τους ναυαγούς.

[λόγ. < ελνστ. περισυλλέγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go