Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιπλέκω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιπλέκω [peripléko] -ομαι Ρ3 αόρ. περιέπλεξα, απαρέμφ. περιπλέξει : κάνω κτ. (κατάσταση, υπόθεση κτλ.) πολύπλοκο, δύσκολο, προβληματικό· δυσκολεύω, μπερδεύω: Περιπλέκει χωρίς λόγο ζητήματα απλά. Mε την αναβολή των εκλογών περιπλέκεται ακόμα περισσότερο η πολιτική κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. περιπλέκω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go