Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περικυκλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περικυκλώνω [perikiklóno] -ομαι Ρ1 : κυκλώνω κπ. ή κτ. από παντού, γύρω γύρω: Παραδοθείτε· σας έχουμε περικυκλώσει από παντού. H αστυνομία περικύκλωσε το κτίριο. Είμαστε από παντού περικυκλωμένοι.

[λόγ. < αρχ. περικυκλ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go