Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περικαλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περικαλώ [perikaló] Ρ10.5α : (λαϊκ., συνήθ. ειρ.) παρακαλώ.

[(παρα)κα λώ παρετυμ. περι-, προσπάθεια να δοθεί λόγ. χαρακτήρας στη λ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go