Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιθωριοποιώ [periθoriopió] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : εκτοπίζω, ωθώ κπ. στο κοινωνικό περιθώριο: Περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Περιθωριοποιημένα άτομα.
[λόγ. περιθώρι(ον)2 -ο- + -ποιώ]