Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιαρπάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιαρπάζω [periarpázo] Ρ2.2α : επικρίνω, επιτιμώ κπ. με τρόπο πολύ απότομο, αυστηρό, οξύ· περιαδράχνω: Tον περιάρπαξαν για τα καλά.

[περι- αρπάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go