Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενθηφορώ [penθiforó] & πενθοφορώ [penθoforó] Ρ10.9α : φορώ πένθιμα (μαύρα) ρούχα ή άλλο διακριτικό σημείο πένθους.
[λόγ. πένθ(ος) -ο- + φορώ και κατά το ελνστ. μελανηφορῶ `φορώ μαύρα΄]



