Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πελαγοδρομώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελαγοδρομώ [pelaγoδromó] Ρ10.9α : α. πλέω σε ανοιχτή θάλασσα, σε πέλαγος. β. (συνήθ. μτφ.) κάνω διάφορες ενέργειες χωρίς να ακολουθώ κάποιο πρόγραμμα, κάποια σειρά: Aξιοποιεί στο ακέραιο το χρόνο του, χωρίς να πελαγοδρομεί, όπως οι περισσότεροι από μας.

[λόγ. < ελνστ. πελαγοδρομῶ (στη σημ. α)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go