Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεινώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεινώ [pinó] & -άω Ρ10.4α μππ. πεινασμένος : 1. έχω αίσθημα πείνας, αισθάνομαι την ανάγκη και την επιθυμία να φάω: Δεν πεινάω· θα φάω αργότερα. Bάλε κτ. να φάμε, γιατί πείνασα. Πεινάω σαν λύκος, πάρα πολύ. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει / ο πεινασμένος / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύε ται, όποιος στερείται και επιθυμεί κτ. πολύ, αυτό διαρκώς έχει κατά νου ή φαντάζεται ότι αποκτά. (γνωμ.) των φρονίμων* τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. 2. (μτφ.) έχω ασυγκράτητη, ανεξέλεγκτη επιθυμία να αποκτήσω κτ.: Πεινασμένοι για δόξα / για εξουσία. 3. είμαι στο έσχατο όριο της φτώχειας, στερούμαι τα εντελώς απαραίτητα ακόμα και την τρο φή: Πεινάει ο κοσμάκης.

[αρχ. πεινῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go