Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεζολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζολογώ [pezoloγó] Ρ10.9α : μιλώ ή γράφω χωρίς την (αναγκαία για την περίσταση) λυρικότητα, ποιητικότητα ή πρωτοτυπία.

[λόγ. < ελνστ. πεζολόγ(ος) `συγγραφέας πρόζας΄ μτφρδ. γαλλ. prosaïser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go