Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατροκτόνος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατροκτόνος ο [patroktónos] Ο18 θηλ. πατροκτόνος [patroktónos] Ο35 : αυτός που σκότωσε τον πατέρα του.

[λόγ. < ελνστ. πατροκτόνος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. πατροκτόνος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go