Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατεντάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατεντάρω [patendáro] Ρ6α μππ. πατενταρισμένος : (οικ.) εξασφαλίζω το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης μιας ευρεσιτεχνίας, παίρνω την πατέντα.

[ιταλ. patentar(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go