Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατεντάρω [patendáro] Ρ6α μππ. πατενταρισμένος : (οικ.) εξασφαλίζω το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης μιας ευρεσιτεχνίας, παίρνω την πατέντα.
[ιταλ. patentar(e) -ω]



