Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατάσσω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατάσσω [patáso] -ομαι Ρ2.2 : με τα κατάλληλα αυστηρά μέτρα αντιμετωπίζω αποτελεσματικά κάποια παρανομία ή παράβαση. α. καταπολε μώ, εξαλείφω: H κυβέρνηση πάταξε τη φοροδιαφυγή. Θα παταχθεί κάθε απόπειρα πραξικοπήματος / κάθε φαινόμενο απειθαρχίας. β. τιμωρώ αυστηρά: Θα παταχθούν οι φοροφυγάδες / οι απείθαρχοι.

[λόγ. < αρχ. πατάσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go