Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παστώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παστώνω [pastóno] -ομαι Ρ1 : 1α. διατηρώ κτ., κυρίως ψάρι ή κρέας, μέσα σε αλάτι ή άρμη, το κάνω παστό: Tους μεγάλους βακαλάους συνήθως τους παστώνουν. Tο αυγοτάραχο γίνεται από τα παστωμένα αυγά του κέφαλου. β. (οικ., ειρ.) αλατίζω κτ. πάρα πολύ: Tο πάστωνε (στο αλάτι) το φαγητό. 2. (μτφ., οικ., ειρ.) α. για γυναίκα που βάζει πολλά καλλυντικά στο πρόσωπό της: Παστώθηκε με πούδρες και με κραγιόν. Tο πάστωσε το πρόσωπό της. β. στριμώχνω ανθρώπους ή πράγματα σε ένα χώρο: Mας παστώνουν κάθε πρωί μέσα στα λεωφορεία. Είμαστε (σαν) παστωμένοι.

[μσν. παστώνω < παστ(ός) -ώνω (διαφ. το ελνστ. παστῶ `χτίζω νυφικό θάλαμο΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go