Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρφουμάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρφουμάρω [parfumáro] -ομαι Ρ6 & παρφουμαρίζω [parfumarízo] -ομαι Ρ2.1 : αρωματίζω συνήθ. έντονα κπ.: Πλύθηκε, παρφουμαρίστηκε και βγήκε. Mαλλιά χτενισμένα και παρφουμαρισμένα.

[ιταλ. perfumar(e) με επίδρ. του γαλλ. parfumer· παρφουμάρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. παρφουμαρισ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go