Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρονομάζω [paronomázo] -ομαι Ρ2.1 : παραλλάζω το όνομα κάποιου, τον ονομάζω με παρατσούκλι, του δίνω ένα παρατσούκλι.
[λόγ. < ελνστ. παρονομάζω `χρησιμοποιώ μικρή αλλαγή του ονόματος΄]



