Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρελθοντολογώ [parelθondoloγó] Ρ10.9α : (αρνητικά) αναφέρομαι συχνά και επίμονα σε γεγονότα ή σε καταστάσεις που ανήκουν πια στο (αρκετά μακρινό) παρελθόν.
[λόγ. παρελθοντο(λογία) -λογώ]



