Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρελθοντολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρελθοντολογώ [parelθondoloγó] Ρ10.9α : (αρνητικά) αναφέρομαι συχνά και επίμονα σε γεγονότα ή σε καταστάσεις που ανήκουν πια στο (αρκετά μακρινό) παρελθόν.

[λόγ. παρελθοντο(λογία) -λογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go