Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραχειμάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραχειμάζω [paraximázo] Ρ2.1α : (λόγ.) περνώ κάπου το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω.

[λόγ. < ελνστ. παραχειμάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go