Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφουσκώνω [parafuskóno] -ομαι Ρ1 : φουσκώνω κτ. ή είμαι φουσκωμένος υπερβολικά, πάνω από το κανονικό: Παραφουσκωμένα μάγουλα / ελαστικά αυτοκινήτου. || (μτφ.): Παραφουσκωμένα λόγια. Παραφουσκωμένος λογαριασμός.
[παρα- 2 + φουσκώνω]



