Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφέρομαι [paraférome] Ρ (βλ. φέρομαι) : συμπεριφέρομαι άσκημα, βίαια, ανεξέλεγκτα, παρεκτρέπομαι παρασυρμένος από έντονο συναίσθημα (οργή, θυμό κτλ.): Συγνώμη που παραφέρθηκα, αλλά ήμουν πολύ θυμωμένος.
[λόγ. < αρχ. παραφέρομαι `κινούμαι σε λάθος κατεύθυνση΄ σημδ. γαλλ. s΄emporter]



