Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατρέχω 1 [paratréxo] Ρ αόρ. παρέτρεξα, απαρέμφ. παρατρέξει : παραλείπω, αποφεύγω (για συντομία, από βιασύνη, επίτηδες κτλ.) να αναφέρω κτ., το παρασιωπώ: Θα παρατρέξω τα σημεία του κειμένου που δε μας αφορούν.
[λόγ. < αρχ. παρατρέχω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατρέχω 2 Ρ αόρ. παραέτρεξα και παράτρεξα, απαρέμφ. παρατρέξει : τρέχω πιο πολύ από το κανονικό, κάνω πολλές διαδρομές: Παρατρέξαμε αυτές τις ημέρες και κουραστήκαμε.
[παρα- 2 + τρέχω]



