Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρατονίζω [paratonízo] -ομαι Ρ2.1 : (γραμμ.) τονίζω εσφαλμένα μια λέξη, καθώς τη γράφω ή την προφέρω: Ο μαθητής κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη και παρατονίζει συχνά τις λέξεις.
[λόγ. παρα- 1 τονίζω]



