Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρασταίνω [parasténo] -ομαι Ρ αόρ. παράστησα, απαρέμφ. παραστήσει, παθ. αόρ. παραστάθηκα, απαρέμφ. παρασταθεί : (προφ.) παριστάνω.
[αρχ. παρίστημι `παρουσιάζω΄ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. παραστησ-]



