Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραπλέω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραπλέω [parapléo] Ρ αόρ. παρέπλευσα, απαρέμφ. παραπλεύσει : πλέω περνώντας παράλληλα και σε μικρή απόσταση από κτ.: Mπήκαμε στον κόλπο παραπλέοντας το ακρωτήριο.

[λόγ. < αρχ. παραπλέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go