Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραπάω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραπάω [parapáo] & παραπηγαίνω [parapijéno] Ρ αόρ. παραπήγα, απαρέμφ. παραπάει : πηγαίνω κάπου περισσότερες φορές ή πιο συχνά από το κανονικό: Παραπήγαμε στον κινηματογράφο αυτόν το μήνα. || παραπάει, για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι υπερβολικό, έχει ξεπεράσει τα όρια της ανοχής μας: Παραπάει αυτή η συμπεριφορά σου / αυτή η καθυστέρηση. Παραπάει να γράψω όλη την εργασία από την αρχή.

[παρα- 2 + πάω, πηγαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go