Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραμυθιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμυθιάζω [paramiθxázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ., λαϊκ.) 1. μιλώ σε κπ. προσπαθώντας να τον πείσω για κτ., να τον καταφέρω ή να τον εξαπατήσω: Mε παραμύθιαζε μια ώρα, για να μου πουλήσει μια εγκυκλοπαίδεια. Δεν παραμυθιάζομαι εύκολα. 2. (παθ.) προετοιμάζω τον εαυτό μου ψυχολογικά κυρίως για κτ. ευχάριστο: Παραμυθιάστηκε με την ιδέα της εκδρομής.

[παραμύθ(ι) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go