Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρακρατώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακρατώ 1 [parakrató] -ούμαι Ρ10.9 : κρατώ ένα μέρος από χρήματα που πρόκειται να δώσω: Tο δάνειο / ο φόρος παρακρατείται από το μισθό των υπαλλήλων. || (νομ.) κρατώ για μένα κτ.: ~ την κυριότητα του ακινήτου.

[λόγ. < ελνστ. παρακρατῶ `συγκρατώ΄ σημδ. γαλλ. retenir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακρατώ 2 Ρ10.9α : διαρκώ περισσότερο από το κανονικό, το επιτρεπτό ή το συνηθισμένο: Παρακράτησε αυτή η αναμονή / η διαμάχη.

[παρα- 2 + κρατώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go