Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακάθομαι 1 [parakáθome] Ρ αόρ. παρεκάθησα και παρακάθησα, απαρέμφ. παρακαθήσει : (επίσ.) μετέχω μαζί με άλλα πρόσωπα σε επίσημο πρόγευμα, γεύμα, δείπνο: H ξένη αντιπροσωπεία παρεκάθησε σε δείπνο.
[λόγ. < αρχ. παρακάθημαι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το κάθη μαι > κάθομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακάθομαι 2 Ρ αόρ. παρακάθισα και (προφ.) παράκατσα και παραέκατσα, απαρέμφ. παρακαθίσει και (προφ.) παρακάτσει : κάθομαι για μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από το κανονικό ή το συνηθισμένο: Παράκατσα στην καρέκλα και μούδιασα. Παρακάθισε στο κρεβάτι και πιάστηκε, έμεινε ξαπλωμένος πολύ χρόνο. Παρακάτσαμε μέσα στο σπίτι, καιρός να βγούμε και λίγο έξω, μείναμε πολύ χρόνο. Παρακάθισα το καλοκαίρι και μου φαίνεται δύσκολο να ξαναπάω στη δουλειά, έμεινα χωρίς απασχόληση, αδρανής.
[παρα- 2 + κάθομαι]



