Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραδουλεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραδουλεύω [paraδulévo] Ρ5.2 : δουλεύω πάρα πολύ, υπερβολικά: Παραδούλεψες αυτή τη βδομάδα.

[παρα- 2 + δουλεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go