Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραγκωνίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραγκωνίζω [paraŋgonízo] -ομαι Ρ2.1 : διακόπτω την (ιεραρχική) εξέλιξη, την πρόοδο κάποιου, τον υποσκελίζω, τον βάζω στο περιθώριο: Στην αρχή προωθήθηκε πολύ στην επιχείρηση, μετά όμως τον παραγκώνισαν. Έμεινε για χρόνια παραγκωνισμένος.

[λόγ. < ελνστ. παραγκωνίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go