Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραβγάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβγάζω 1 [paravγázo] Ρ αόρ. παραέβγαλα και παράβγαλα, απαρέμφ. παραβγάλει : 1. βγάζω κτ. (προς τα έξω) περισσότερο από το κανονικό, από όσο πρέπει. 2. παράγω κτ. σε υπερβολή (ως προς την ποσότητα, το χρόνο κτλ.).

[παρα- 2 + βγάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβγάζω 2 Ρ αόρ. παράβγαλα, απαρέμφ. παραβγάλει : συνοδεύω ως ένα σημείο κπ. που φεύγει: Tον παράβγαλε ως την πόρτα.

[παρα- 1 βγάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go