Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραβάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβάζω [paravázo] Ρ αόρ. παραέβαλα και παράβαλα, απαρέμφ. παραβάλει, μππ. παραβαλμένος : βάζω κτ. (τοποθετώ, εισάγω κτλ.) περισσότερο (σε ποσότητα, συχνότητα κτλ.) από όσο πρέπει: Παραέβαλες βενζίνη στο ντεπόζιτο και ξεχείλισε. Tο παράβαλα πια αυτό το φουστάνι και πρέπει να το αλλάξω, το παραφόρεσα.

[παρα- 2 + βάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go