Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παπαγαλίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπαγαλίζω [papaγalízo] Ρ2.1α : 1. επαναλαμβάνω μηχανικά λόγια άλλων, μιλώ όπως ο παπαγάλος: Παπαγαλίζουν τα λόγια του αρχηγού τους. 2. απομνημονεύω, αποστηθίζω μηχανικά ένα κείμενο, ένα μάθημα κτλ. χωρίς να κατανοώ ή να αφομοιώνω το περιεχόμενό του: Οι μαθητές έμαθαν να παπαγαλίζουν χωρίς να εμπεδώνουν τα μαθήματα. 3. μιμούμαι τη συμπεριφορά, τις πράξεις άλλων· πιθηκίζω.

[λόγ. παπαγαλ(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go