Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παντρολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντρολογώ [pandroloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : (προφ.) προσπαθώ να παντρέψω κπ., του προξενεύω σύζυγο: Tον παντρολογούν, μ΄ αυτός καμιά δε θέλει. Tην παντρολογούν μ΄ έναν πλούσιο έμπορο. || (παθ.) αναζη τώ σύζυγο.

[παντρ(ειά) -ο- + -λογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go