Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παινώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παινώ [penó] -ιέμαι Ρ10.5 : (λαϊκότρ.) επαινώ. ΠAΡ Aν δεν παινέσεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν επαινεί κπ. ή κτ. δικό του, ζημιώνει.

[μσν. παινώ < αρχ. ἐπαινῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Κριαρά]
παινώ,
βλ. επαινώ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go