Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πίπτω [pípto] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) πέφτω, μόνο στη ΦΡ όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος*.
[λόγ. < αρχ. πίπτω]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < αρχ. πίπτω]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |