Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυπολιέμαι [ksipoléme] Ρ10.1β αόρ. ξυπολύθηκα, απαρέμφ. ξυπολυθεί, μππ. ξυπολυμένος : βγάζω τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, κυκλοφορώ με γυμνά πόδια: Ξυπολυθήκαμε και μπήκαμε στο νερό.
[μσν. εξυπολ(ύομαι) μεταπλ. -ιέμαι (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < μέσο του εξυπολύω `βγάζω τα παπούτσια κάποιου΄ < εξ- αρχ. ὑπολύω, -ομαι `βγάζω τα παπούτσια (μου)΄]