Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυπολιέμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυπολιέμαι [ksipoléme] Ρ10.1β αόρ. ξυπολύθηκα, απαρέμφ. ξυπολυθεί, μππ. ξυπολυμένος : βγάζω τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, κυκλοφορώ με γυμνά πόδια: Ξυπολυθήκαμε και μπήκαμε στο νερό.

[μσν. εξυπολ(ύομαι) μεταπλ. -ιέμαι (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < μέσο του εξυπολύω `βγάζω τα παπούτσια κάποιου΄ < εξ- αρχ. ὑπολύω, -ομαι `βγάζω τα παπούτσια (μου)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες